- κακόπτερος
- κακόπτερος, -ον (Α)1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό-πτερος, ποικιλό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.